παραγγελιοδοχικός

παραγγελιοδοχικός
-ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραγγελιοδόχο
2. φρ. «παραγγελιοδοχική λογιστική»
(οικον.) τομέας τής λογιστικής που έχει ως αντικείμενο τις εγγραφές που απεικονίζουν τις συναλλαγές τού παραγγελιοδόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελιοδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραγγελιοδοχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον παραγγελιοδόχο: Η τελειοποίηση των μέσων μαζικής ενημερώσεως και επικοινωνιών περιόρισε τις παραγγελιοδοχικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”